Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2017

Αριστερά και ρεμπέτικο

«Φυλάγαμε τσίλιες οι τρεις μας, γωνία Αρριανού-Ολύμπου. Κρατούσαμε σφιχτά το περίστροφο, με το χέρι στη φαρδιά τσέπη του σακακιού που φούσκωνε, όπως στην τελευταία ταινία του Τζώρτζ Ραφτ. Στις οχτώ ακριβώς ακούστηκε μια ριπή από πολυβόλο και σε λίγο σκόρπιοι πυροβολισμοί. Στις οχτώ και πέντε έφτασε ο Γαλάνης να μας πει να διαλυθούμε. Εγώ κατέβαινα μαζί του μέχρι την Εγνατία. «Απλή δουλειά» είπε. «Μόλις μπήκαμε μέσα στον τεκέ τούς βρήκαμε όλους ξαπλωμένους στην κουρελού, ακίνητους, σα να μην άκουσαν που μπήκαμε. Τους φωνάξαμε να σηκωθούν. Δε σηκωθήκανε, ήτανε βαριά μαστουρωμένοι. Τους ρίξαμε με την ησυχία μας μια και καλή. Δε σάλεψε κανείς τους, ούτε κιχ, οχτώ άτομα. Θ’ ανασάνει τώρα η γειτονιά από την αλητεία του Κιορπέ». «Πάρε το περίστροφο» είπα «δεν έχω που να το ακουμπήσω απόψε». Πρόσεξα τη φωνή μου. Την πρόσεξε και ο Γαλάνης. «Σε καταλαβαίνω» είπε. «Δεν έχεις συνηθίσει ακόμα». «Είναι κι αυτό» είπα.» (Μανώλης Αναγνωστάκης, «Το Περιθώριο ’68-’69»).

Μαρτυρία του ποιητή Μανώλη Αναγνωστάκη, από την έφοδο της ΟΠΛΑ σε τεκέ της Θεσσαλονίκης και την εκτέλεση των θαμώνων την περίοδο του εμφυλίου πολέμου.

Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι απότοκο των ραγ­δαίων και βίαιων κυριαρχικών εξελίξεων, που έλαβαν χώρα στον ελλαδικό χώρο από τον 19ο αιώνα, με την ίδρυση του ελλαδικού κράτους. Το γεγονός της απομάκρυνσης μεγάλων πληθυσμών από την ύπαιθρο και τις κοινότητες και η εγκατάστασή τους στις μεγάλες πόλεις, υπήρξε καθοριστικό για την γέννηση και την σχηματοποίηση ενός τραγουδιού, που τουλάχιστον στην αρχή της δημιουργίας του, ήταν έκφραση όλων αυτών που δεν μπορούσαν να αφομοιωθούν στις νέες κυριαρχικές συνθήκες. Υπήρξε έκφραση όλων αυτών που εγκατέλειψαν την ύπαιθρο και την κοινότητα και ξεβράστηκαν στα λιμάνια και στις σκιές των απρόσωπων πόλεων, που όλο και μεγάλωναν. Η αμηχανία μπροστά στα νέα δεδομένα των ανθρώπων που το δημιούργησαν, ο τρόπος έκφρασης μιας συγκεκριμένης κοινότητας ανθρώπων, τα πάθη της, οι έρωτες της και ο τρόπος επικοινωνίας όσων είτε δεν μπορούσαν, είτε δεν ήθελαν να συμμετάσχουν στην κανονικότητα της κοινωνίας. Στην πορεία και ειδικότερα με την εδραίωση της δισκογραφίας στα μέσα του 20ου αιώνα, το ρεμπέτικο τραγούδι στρογγυλοποιήθηκε, κόπηκε και ράφτηκε ώστε να χωρέσει σε δίσκους γραμμοφώνου, έγινε εμπορικό προϊόν και βαφτίστηκε, ανάλογα με τους καιρούς και την πολιτική εξουσία που κυριαρχούσε, περιθωριακό, χασικλίδικο, αυθεντικό, λαϊκό κλπ. Κυνηγήθηκε από πολλούς σε όλη την διαδρομή του, αλλά, από την μεταπολίτευση και μετά βαπτίστηκε ως γνήσια «λαϊκή έκφραση» και θεοποιήθηκε, από τον ίδιο πολιτικό χώρο που κάποτε το κυνήγησε λυσσασμένα, την αριστερά. Τέτοιες πρακτικές αφομοίωσης, αφού πρώτα παρέλθει το στάδιο των καταγγελιών και των διώξεων, είναι γνωστές στον εν λόγω πολιτικό χώρο.

Οι πανταχόθεν διώξεις

Η αδιαφορία του ρεμπέτικου τραγουδιού προς την λέξη «πολιτική» ήταν τελικά και ο βασικός λόγος των διώξεων του. Οι προβαλλόμενες αιτίες των διώξεων, όπως η χρήση ψυχοτρόπων ουσιών και η λογοκρισία του τραγουδιού, λόγω θεματολογίας, ήταν ουσιαστικά οι αφορμές. Η πραγματική αιτία υπήρξε ο αδέσποτος χαρακτήρας μιας κοινότητας που αγνοούσε τις αρχές και ουσιαστικά υπογράμμιζε μέσα από τα τραγούδια και την καθημερινή συμπεριφορά της, την υποκρισία και την βαθιά σήψη της κοινωνικής κανονικότητας που ήθελαν τα κατά καιρούς καθεστώτα. Το ρεμπέτικο και οι εκφραστές του κυνηγήθηκαν όπως είναι γνωστό από την αστυνομία, τον Μεταξά, τις δεξιές κυβερνήσεις και την Χούντα. Παρ’ όλα αυτά, ένας ακόμα διώκτης του συγκεκριμένου τραγουδιού υπήρξε και η αριστερά. Η αριστερά ουσιαστικά συντάχθηκε με το καθεστώς του Μεταξά στο ζήτημα του ρεμπέτικου τραγουδιού. Γι’ αυτήν, το ρεμπέτικο και οι άνθρωποι που το δημιουργούσαν και εκφράζονταν, ήταν αγκίδα στην φτέρνα της δικιάς της κοινωνικής κανονικότητας και έπρεπε να ξεριζωθεί. Ήταν ένα κομμάτι που δεν μπορούσε να ελεγχθεί και αυτό ενοχλούσε. Προπολεμικά, αλλά και την περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου, οι αριστεροί έκαναν εφόδους σε τεκέδες και μαγαζιά και τα έκαναν λαμπόγυαλο. Μάλιστα, στις πιο ήπιες περιπτώσεις, οι αριστεροί απειλούσαν τους ρεμπέτες να μην παίζουν «μάγκικα» και «χασικλίδικα» τραγούδια. Ο Μάρκος Βαμβακάρης, στην αυτοβιογραφία του, μας παρουσιάζει την κατάσταση που επικρατούσε τα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου. Από την μια μεριά ο φόβος των κομμουνιστών για τα τραγούδια που έπαιζε και από την άλλη ο φόβος των Χιτών που προσπαθούσαν να τον καλοπιάσουν με ανταλλάγματα να τους καταδώσει αριστερούς και στην μέση ο ρεμπέτης Βαμβακάρης αμήχανος μπροστά στο παραλογισμό της εξουσίας. «Ερχόντουσαν λοιπόν εκεί οι κομμουνιστές, και μου λέγανε. Ά, αυτά τα τραγούδια που λες τα χασικλήδικα, να τα σταματήσεις. Εδώ ήτανε χάος, χάος απ’ αυτόν τον κόσμο όλο, κι αυτοί θέλανε για να σταματήσω τα τραγούδια τα χασικλίδικα! Δεν τα θέλανε με κανένα τρόπο. Θα σε κάνουμε εξορία. Θα σε διώξουμε. Δεν θέλουμε. Να μην τα λες αυτά τα τραγούδια. Τι να κάνω; Ζούλα από τον ένα, ζούλα από τον άλλο».[1] Και παρακάτω αναφέρει μια συνάντηση με τους Χίτες: «–Αυτό θα μας κάνεις. Θα μας τα λες όλα, θα σου δίνουμε ό,τι γουστάρεις να τρως στο σπίτι σου. Ψωμιά, φαγιά, μυστήρια και θα σε πληρώνουμε. – Τι να πω; Ό, τι μου λέγανε, ναι έλεγα με το κεφάλι, δεν μπόραγα να πω διαφορετικά. Ναι, ναι, ναι, ναι. Μέχρι να τελειώσω να καθαρίσω να φύγω».[2]

Έχει ειπωθεί ότι η επιθετική γραμμή του ΚΚΕ κατά του ρεμπέτικου τραγουδιού είχε εντολή από ψηλά. «Σε μια ολομέλεια της εποχής, ο τότε γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης, αποκάλεσε το ρεμπέτικο τραγούδι της κάμας και της ντεκαντέντσιας και κάλεσε τα μέλη να σπάνε τους τεκέδες».[3] Η ίδια γραμμή επικρατεί και την περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου, όπου η οργάνωση ΕΠΟΝ, μέσα από άρθρα της στην εφημερίδα «Νέα Γενιά», προτρέπει τους γνήσιους αγωνιστές και τα μέλη της, να σπάνε τους τεκέδες, όπου τους βρίσκουν. Βέβαια, η παραπάνω πράξη μπορεί εύκολα να θεωρηθεί ότι είναι ενάντια της χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών. Εάν η σκέψη προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα, όμως, θα διαπιστωθεί, ότι η βία που ασκήθηκε ιστορικά από μέλη του ΚΚΕ και των παρακείμενων οργανώσεων σε χασικλήδες, ηρωινομανείς και ρεμπέτες, απέβλεπε στην επιβολή της δικής του δύναμης. Η λογική τού όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας, στο μεγαλείο της. Το αρχικό απόσπασμα του Μανώλη Αναγνωστάκη είναι ενδεικτικό του είδους αγώνα του ΚΚΕ ενάντια στα ναρκωτικά σε καιρό εμφυλίου πολέμου. Άνθρωποι εξαρτημένοι που δεν χωρούσαν στον ιδανικό κόσμο του κόμματος θα έπρεπε να θανατώνονται. Στην θέση των χασικλήδων άνετα θα μπορούσαν να μπουν (και έμπαιναν) οποιοιδήποτε διαφωνούντες.

Ο λόγος των αριστερών κατά του ρεμπέτικου

Η αριστερή αρθογραφία βρίθει από λίβελους κατά του ρεμπέτικου τραγουδιού. Στο βιβλίο του Κώστα Βλησίδη, Σπάνια Κείμενα για το Ρεμπέτικο, καθώς και σε αυτό του Παναγιώτη Κουνάδη Εις Ανάμνηση Στιγμών Ελκυστικών, παρουσιάζονται πολλά κείμενα που αφορούν το ρεμπέτικο από το 1929 έως το 1970. Τα κείμενα που σχετίζονται με την αριστερά παρουσιάζουν σχετική ομοιογένεια ως προς τον καταγγελτικό τους λόγο. Ακόμα και οι ελάχιστοι συμπαθούντες των ρεμπέτικων δεν μπορούν να ανεχτούν τα «μάγκικα και τα χασικλίδικα». Εξαίρεση, βέβαια, από όλους τους αρθογράφους που δέχεται το ρεμπέτικο ως έχει είναι μόνο ο Πάνος Τζαβέλας. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε, ότι ο καταγγελτικός λόγος των αριστερών για το ρεμπέτικο δεν διαφέρει σε καμμία περίπτωση από αυτόν των λεγόμενων δεξιών.

Το πρώτο κείμενο σχετικά με το ρεμπέτικο είναι του Γ. Σταύρου και δημοσιεύεται στις 27-11-1946 στην Ελεύθερη Ελλάδα. Το κείμενο χαρακτηρίζει το ρεμπέτικο ως υποκινούμενο και το κατατάσει στην υπηρεσία των αντιδραστικών πολιτικών δυνάμεων, κυρίως λόγω της ψυχοτρόπας θεματολογίας του. «Γιατί ο ύμνος της «μαύρης», του «τουμπεκί» και των άλλων… αποικιακών προϊόντων, γίνεται ανοικτά και μερακλίδικα με όλη την ελευθερία του δυτικού τύπου».[4] «Ωστόσο, όπως δεν λυγίζουν το λαό τα διάφορα «μέτρα τάξεως», οι εκτοπισμοί, οι εκτελέσεις […] η νόμιμη και… παράνομη εισαγωγή του χασίς- έτσι δεν καταφέρνουν να τον εμποτίσουν με τη μουσική του τεκέ τα ρεμπέτικα τραγούδια και να τον θέσουν εκτός μάχης».[5]

Στη συνέχεια, σε δύο άρθρα του Ριζοσπάστη(15-12-1946/ 15-8-1947), η επίθεση εναντίον του χασίς και των χασικλίδικων συνεχίζεται. Στο πρώτο, ο Δ. Μύστης ισχυρίζεται ότι οι τοξικομανείς δημιουργούνται βάσει σχεδίου για την εξόντωση του λαού. Και στο δεύτερο ο Λ.Σ. κατονομάζει τους ύμνους του χασίς «Όταν καπνίσει ο λουλάς» και το «Πρωί πρωί με τη δροσούλα» που έχουν κατακλύσει ταβέρνες και πλατείες.[6]

Το κείμενο του Νίκου Παγκαλή στην Αυγή (14-2-1953) τάσσεται κατά του ρεμπέτικου τραγουδιού, γιατί, σε αντίθεση με το λαϊκό τραγούδι, είναι «μακριά από την κοινωνική διαπάλη» και το «φως της ζωής». Σύμφωνα με τον αρθογράφο, το ρεμπέτικο δεν γίνεται να εκφράζει τον λαό γιατί τα τραγούδια που υμνούν το χασίς και το μαυραγορίτη δεν έχουν καμία σχέση με την κοινωνική πάλη. «Από τα γεννησιμιά του το «Ρεμπέτικο» διαδίδει υμνώντας το χασίς, το λουλά, το κομπολογάκι, την ταμπακιέρα […]Είναι λοιπόν αυτό το «λαϊκό τραγούδι», όπως θέλουν να το αποκαλούν, που συνεχίζει την παράδοση και εκφράζει τους λαϊκούς πόθους;».[7]

Από τους εκφραστές του αριστερού λόγου που τάσσεται φιλικά προς το ρεμπέτικο, χωρίς όμως να είναι και υπέρ των χασικλίδικων, ξεχωρίζει ο Ανωγειανάκης ο οποίος (Ριζοσπάστης 28-1-1947) αναφέρει σχετικά με τα χασικλίδικα: «Ασφαλώς είμαστε και μεις σύμφωνοι πως μια τέτοια μουσική και ποίηση δε μπορεί να μας ενδιαφέρει. Κι’ ακόμα συμφωνούμε για την κακή της επίδραση, που την καταδικάζουμε».[8]

Ο Μίκης Θεοδωράκης στο περιοδικό Δρόμοι της Ειρήνης, (Οκτώβριος 1960), τάσσεται κατά των χασικλίδικων, υποβαθμίζοντάς τα κατά πολύ στον αριθμό τους.[9] Και στη συνέχεια στο περιοδικό Πρώτο «διευκρινίζει ότι στο ‘‘αληθινό λαϊκό τραγούδι”, όπως το αντιλαμβάνεται δεν έχουν θέση τραγούδια του τύπου Όταν καπνίσει ο λουλάς».[10]

Ο Γιάννης Σκουριώτης (μαρξιστής δια­νοητής και μεταφραστής του Κεφαλαίου του Μαρξ) υποστηρίζει ότι τα χασικλίδικα πρέπει να περιορίζονται στις ταβέρνες και όχι στην οικογένεια. «(…) δεν ταιριάζει να ακούγονται σε τίμια σπίτια τα τραγούδια των ‘’χασικλήδων’’ και των ‘‘πρεζάκηδων’’».[11]

Ο Κώστας Μαραβέας (Ιούνιος 1970), θεωρεί λογική την ύπαρξη τραγουδιών με θέμα τις ψυχοτρόπες ουσίες, αφού η εξαθλίωση επηρέασε και το τραγούδι που περιγράφει το κοινωνικό γίγνεσθαι: «Το βάσανο της προσφυγιάς οδηγούσε σε μια φυγή και το χασίς σ’ ένα σκοπό. Ήταν δυνατό μέσα σε τέτοιες άθλιες συνθήκες (δεν θα κάνω ιστορία) να μείνει ανεπηρέαστο το λαϊκό τραγούδι; Δεν νομίζω! (…) Όταν τραγουδάει μια κατάσταση περιγράφοντάς τη δεν νομίζω πως την υμνεί συγχρόνως».[12] Στην συνέχεια κάνει μια αυτοκριτική του αριστερού χώρου για την πολεμική που άσκησε ενάντια στο ρεμπέτικο. Ο Μαραβέας παρ’ όλες τις ενδιαφέρουσες απόψεις του, στο κλείσιμο του κειμένου αναφέρει ότι τα κομμάτια αυτά δεν πρέπει να τραγουδιούνται και απλώς αναφέρει ότι είναι ένας κρίκος στην ιστορία του λαϊκού τραγουδιού. Άρα ακόμα και εδώ παρατηρείται ότι ο επικριτικός λόγος υπάρχει αλλά σε άλλη μορφή.

Το μοναδικό κείμενο που τελικά μοιάζει να διαφοροποιείται συνολικά στους κόλπους της αριστεράς, είναι του Πάνου Τζαβέλλα και δημοσιεύεται στο ίδιο περιοδικό τον Ιούλιο του 1970. Ο Τζαβέλλας κατακρίνει το χώρο ότι χειραγωγεί την τέχνη και μεταθέτει το ερώτημα «εάν τα χασικλίδικα συνέβαλλαν στην ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος», στον προβληματισμό σχετικά με το αν βοήθησαν το λαϊκό κίνημα τραγούδια όπως η Ιτιά, είδη τραγουδιού και μουσικής όπως το Μανιάτικο μοιρολόι, η Βυζαντινή μουσική και καλλιτεχνήματα όπως ο Ερμής του Πραξιτέλη, η Αφροδίτη της Μήλου κλπ. «Δεν πρέπει να απλοποιούμε τα πράγματα και να κάνουμε με το ζόρι την τέχνη υπηρέτρια και προπαγανδιστή των άμεσων πολιτικών επιδιώξεών μας. (…) Είναι απλοϊκή η ερώτηση, εάν τα χασικλίδικα συμβάλανε στην ανάπτυξη του κινήματος, όταν ο λαός έκανε αγώνες για δημοκρατία και ελευθερία, γιατί θα πρέπει να ρωτήσουμε αν προς την ίδια κατεύθυνση βοήθησαν η Ιτιά, ο Ερμής του Πραξιτέλους (…). Αν αδιαφορήσαμε για την καλλιτεχνική ποιότητα αυτών των έργων και κρίνουμε την καλλιτεχνική τους αξία μόνο απ’ τα βραχυπρόθεσμα πολιτικά οφέλη και την εξυπηρέτηση της πολιτικής μας γραφής, σημαίνει ότι κακοποιούμε την τέχνη, διαστρέφουμε το νόημά της (…)».[13] Συνεχίζοντας, ο Τζαβέλλας τοποθετείται σε σχέση με το ρόλο αυτών των τραγουδιών. «Δεν καλούν τον κόσμο στον τεκέ. Εκφράζουν καλλιτεχνικά μια κοινωνική πραγματικότητα. Είναι μια συγκλονιστική μαρτυρία κι ένα ντοκουμέντο μιας εποχής».[14]

Είναι ενδιαφέρον να αναζητήσει κάποιος τους λόγους της λεγόμενης αναβίωσης του ρεμπέτικου, από την μεταπολίτευση και μετά, από τους κόλπους της αριστεράς. Η μεταπολίτευση χαρακτηρίζεται από έντονες και εξαιρετικά βίαιες συγκρούσεις νεολαίων με τις δυνάμεις της αστυνομίας. Ο αντιελιτισμός της εποχής δεν πέρασε απαρατήρητος από την αριστερά ανακαλύπτοντας και προβάλλοντας μια απωθημένη μορφή κουλτούρας του παρελθόντος. Το ρεμπέτικο επανανοηματοδοτήθηκε. Σε αυτό το γεγονός, έπαιξε καθοριστικό ρόλο και η φυλάκιση του Ηλία Πετρόπουλου από την χούντα, εξαιτίας της έκδοσης του βιβλίου «Ρεμπέτικα Τραγούδια». Όπως ο ίδιος είχε δηλώσει, η φυλακή ήταν ευκαιρία γι’ αυτόν, ώστε να βρεθεί και να καταγράψει τους αγαπημένους του μάγκες, νταήδες και να τους γνωρίσει από κοντά. Συγχρόνως, όμως, έδωσε ένα τόνο αμφισβήτησης με σύμβολο το ρεμπέτικο. Την περίοδο αυτή αναζητούνται οι βετεράνοι ρεμπέτες, εκδίδονται πολλές βιογραφίες (κάποιες αμφιβόλου ποιότητας) και οργανώνονται συναυλίες. Όλα αυτά είχαν μεγάλη απήχηση σε πολλές νεολαιίστικες ομάδες και φοιτητές. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και τότε, υπάρχουν πολλοί αριστεροί που τάσσονται κατά του ρεμπέτικου γιατί η μαζικοποίηση του «εξυπηρετεί την αστική τάξη».[15]

Ο μύθος

Κλείνοντας ας διευκρινιστεί ότι η πλήρης συσχέτιση του ρεμπέτικου τραγουδιού με τις ψυχοτρόπες ουσίες είναι άτοπη. Ενδεικτικά, αξίζει να αναφέρουμε, ότι από το σύνολο 1400 κομματιών που βρίσκονται στην ανθολογία ρεμπέτικων τραγουδιών του Πετρόπουλου, μόνο 106 χαρακτηρίζει ο ίδιος ο Πετρόπουλος ως χασικλίδικα και από αυτά μόνο τα 67 έχουν περάσει στην δισκογραφία. Το ίδιο ισχύει και στην ανθολογία του Παναγιώτη Κουνάδη, όπου σε σύνολο 623 τραγουδιών, τα 235 έχουν αναφορές σε ψυχοτρόπες ουσίες. Έτσι, εύκολα διαπιστώνεται, ότι ο αριθμός εν τέλει είναι πολύ λίγος σε αναλογία με τα υπόλοιπα κομμάτια.

Επίσης, ένα άλλο γεγονός είναι ότι οι καλλιτέχνες που δεν είχαν άμεση σχέση με την χρήση ψυχοτρόπων ουσιών και διοχέτευσαν στην αγορά τραγούδια με ψυχοτρόπα θεματολογία, ήταν σαφώς περισσότεροι από αυτούς που είχαν άμεση σχέση με ψυχοτρόπες ουσίες και ιδιαίτερα με το χασίς. Σε αυτό το γεγονός έπαιξε μεγάλο ρόλο η δισκογραφία. Ένας δημιουργός του ρεμπέτικου, ο Κώστας Ρούκουνας αναφέρει σχετικά: «Και τόνε βλέπω ένα απόγευμα τον Μάρκο με μια τραγιάσκα, ένα ζωνάρι και παραμάσχαλα το μπουζούκι του και μπαίνει μέσα (…) και τότες τον ρωτήξανε τι πραγματάκια έχεις; Και τους είπε πολλά όμορφα. Αυτοί όμως διάλεξαν το χασικλίδικο».[16] Επίσης και ο Δημήτρης Γκόγκος (Μπαγιαντέρας), σε συνέντευξή του στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, αναδεικνύει τον ρόλο των δισκογραφικών εταιρειών: « – Γιατί γράφατε για τεκέδες; Ήταν της μόδας; – Ήτανε η εποχή τέτοια. Που έπρεπε… Ήτανε πολύς κόσμος, ρεμπετόκοσμος, που τραβιότανε μ’ αυτό κι έπρεπε να πιαστούμε πάνω σ’ αυτούς. Αυτοί να μας αναδείξουνε. Γιατί αυτοί γυρεύανε τα τραγούδια μας κι αυτοί θα γυρεύανε από τις εταιρίες και κάτω από τα πρατήρια κανά δίσκο ντερβίσικο».[17] Η μαρτυρία της Αγγέλας Παπάζογλου, γυναίκας του δημιουργού Βαγγέλη Παπάζογλου, αναφέρει, επίσης, για το θέμα: «Και οι εταιρίες περνούσανε μόνο τα χασικλίδικα σε δίσκους. Πώς να παλέψεις;…»[18] Ένα άλλο στοιχείο που ενισχύει αυτή την άποψη, είναι ότι πολλοί καλλιτέχνες που δεν έκαναν χρήση χασίς διατέλεσαν διοικητικά-καλλιτεχνικά στελέχη διαφόρων δισκογραφικών εταιριών γράφοντας, παρ’ όλα αυτά, πολλά χασικλίδικα κομμάτια (Τούντας, Σκαρβέλης, Δραγάτσης, Περιστέρης).

Από τα παραπάνω φαίνεται, λοιπόν, ότι η στερεότυπη ταύτιση του ρεμπέτικου με ψυχοτρόπες ουσίες δεν είναι τόσο στιβαρή και συντελέστηκε κυρίως από τις διώξεις αριστερών, δεξιών, χούντας και Μεταξά για πολιτικά ωφέλη και μετέπειτα από την δισκογραφία.

Το ρεμπέτικο ποτέ δεν υπήρξε επαναστατικό τραγούδι με την στενή χρωματισμένη έννοια του όρου επανάσταση. Φύτρωσε σαν ζιζάνιο στην ρωγμή του «τσιμέντου» που έπεφτε βίαια και μεθοδικά από τα μέσα του 19ου αιώνα και ύστερα στον ελλαδικό χώρο. Πολλοί θέλησαν να το ξεριζώσουν, αλλά το ζιζάνιο δεν έχει συγκεκριμένο χώρο, δεν μένει σε ένα σημείο, θα βγαίνει στο φως ανοίγοντας δρόμο στα τσιμέντα. Πως θα ξεριζώσεις κάτι όταν δεν ανήκει πουθενά; Οι ίδιοι διώκτες του, από την μεταπολίτευση και μετά το ξαναθυμήθηκαν προσπαθώντας να το κάνουν δικό τους. Προσπάθησαν να του δώσουν χώρο και χρώμα. Οργάνωσαν συναυλίες, τίμησαν τους ζωντανούς ρεμπέτες απαγγέλλοντας ωραία λόγια. Τους είπαν ότι το τραγούδι τους είναι της εργατικής τάξης και ότι είχαν εργατική συνείδηση. Τους τοποθέτησαν ψηλά, λουσμένους από φώτα και εκείνοι ήταν εκεί, γέροι και κουρασμένοι, τους κοιτούσαν με την ίδια αμηχανία, όπως τους κοιτούσαν και άλλοτε… ζούλα από τον έναν ζούλα από τον άλλον.

Ελευθερόκοκκος

Βιβλιογραφία:

Βαμβακάρης Μάρκος, Αυτοβιογραφία (επιμ. Αγγελική Βέλλου-Κάιλ), εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 1978.
Βλησίδης Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, εκδ. του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2004.
Βλησίδης Κώστας, Σπάνια Κείμενα για το Ρεμπέτικο (1929-1959), εκδ. του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2006.
Γκαίηλ Χολστ, Ο Δρόμος για το Ρεμπέτικο, εκδ. Ντένιζ Χάρβευ, Λίμνη Ευβοίας 1995, (Α΄ έκδοση 1977).
Δαμιανάκος Στάθης, Κοινωνιολογία του Ρεμπέτικου, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2001.
Κουνάδης Παναγιώτης, Εις Ανάμνησιν Στιγμών Ελκυστικών, Β΄ τόμος, εκδ. Κατάρτι, Αθήνα 2003.
Παπαδόπουλος Λευτέρης, Να Συλληφθεί το Ντουμάνι, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2004.
Παπάζογλου Αγγέλα, Τα Χαΐρια μας εδώ: Ονείρατα της Άκαυτης και της Καμμένης Σμύρνης, (επιμ. Γιώργης Παπάζογλου), εκδ. Ταμείου Θράκης, Ξάνθη 2003.
Πετρόπουλος Ηλίας, Ρεμπέτικα Τραγούδια, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1991.
Σχορέλης Τάσος, Οικονομίδης Μίμης, Ένας Ρεμπέτης: Κώστας Ρούκουνας «σαμιωτάκι», διανομή: αποκλειστικότης Τάσος Σχορέλης- Μίμης Οικονομίδης, Αθήνα 1974.
Gauntlett Στάθης, Ρεμπέτικο Τραγούδι, Συμβολή στην Επιστημονική του Προσέγγιση, εκδ. του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2001.

[1] Βαμβακάρης Μάρκος, Αυτοβιογραφία, σελ 208-209.
[2] Όπ. Σελ 206.
[3] Κουνάδης Παναγιώτης, στο βιβλίο του «Τα ρεμπέτικα» τεύχος πρώτο.
[4] Βλησίδης Κώστας, Σπάνια Κείμενα για το Ρεμπέτικο, σελ. 109.
[5] ό.π, σελ. 110.
[6] Βλησίδης Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, σελ. 70-71.
[7] Βλησίδης Κώστας, Σπάνια Κείμενα για το Ρεμπέτικο, σελ. 182-183.
[8] Γκαίηλ Χολστ, Δρόμος για το Ρεμπέτικο, σελ. 140.
[9] Βλησίδης Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, σελ. 96.
[10] ό.π, σελ. 97.
[11] Βλησίδης Κώστας, Σπάνια Κείμενα για το Ρεμπέτικο, σελ. 237.
[12] Κουνάδης Παναγιώτης, Εις Ανάμνηση Στιγμών Ελκυστικών, Τόμος Β’, σελ 501.
[13] ό.π, σελ 504.
[14] ό.π, σελ 506.
[15] Βλησίδης Κώστας, Όψεις του Ρεμπέτικου, βλέπε κεφάλαιο: Ο αριστερός λόγος για το ρεμπέτικο.
[16] Σχορέλης Τάσος – Οικονομίδης Μίμης, Ένας Ρεμπέτης: Κώστας Ρούκουνας «Σαμιωτάκι», διανομή: αποκλειστικότης Σχορέλης Τάσος – Οικονομίδης Μίμης, Αθήνα 1974, σελ. 30.
[17] Παπαδόπουλος Λευτέρης, Να Συλληφθεί το Ντουμάνι, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1999, σελ. 125.
[18] Παπάζογλου Αγγέλα, Τα Χαίρια μας Εδώ: Ονείρατα της Άκαυτης και της Καμμένης Σμύρνης, εκδ. Ταμείου Θράκης, Ξάνθη 2003, σελ. 50.

Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 157, Φεβρουάριος 2016

Πηγή: Anarchy Press

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2017

Κώστας Μπέζος (1905- 1943)


Μεσοπόλεμος, μεταξύ 30'- 40' μια παρέα νέων συνηθίζει να ακούει δίσκους γραμμοφώνου στο Ζάππειο. Η μουσική που ακούγεται από το γραμμόφωνο δεν μοιάζει με καμία άλλη γνωστή εκείνης της περιόδου. Πολλοί περαστικοί σταματάνε να ακούσουν αυτό τον περίεργο ήχο, κάποιοι ρωτάνε τι είναι, άλλοι κοντοστέκονται και ακούν από μακριά.
Ο ήχος ερχόταν από την μακρινή και εξωτική Χονολουλού. Είχε ταξιδέψει δύο ωκεανούς μέχρι αυτοί οι νέοι να τον αιχμαλωτίσουν στα χέρια τους και να τον απελευθερώσουν στο Ζάππειο, εμπλουτίζοντας το ηχοτοπίο του χώρου με κάτι νέο και εξωτικό. Εποχές που η πληροφορία μαζεύονταν με κόπο και με μεγάλη δυσκολία και απορροφούνταν ως το μεδούλι. Φανταστείτε λοιπόν με τη χαρά και προσοχή αυτοί οι νέοι άκουγαν κάτι που ήξεραν ότι ήρθε στα χέρια τους από πολύ μακριά και ίσως με μεγάλη δυσκολία. Εδώ είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι όλη αυτή η καλλιτεχνική και πνευματική μαγιά που υπήρχε μεταξύ του 20' έως το 40' σταμάτησε βίαια με τον πόλεμο και την κατοχή, περιορίζοντας έτσι την δυναμική που είχε αναπτυχθεί μέχρι τότε.
Η εν λόγω παρέα απαρτίζονταν από φίλους του μουσικού Κώστα Μπέζου, πολλοί από τους οποίους και μέλη του συγκροτήματος με χαβάγιες Άσπρα Πουλιά. Το ρεπερτόριο του συγκροτήματος, εν μέσω μεσοπολέμου, ήταν ελαφρό και Χαβανέζικο με ελληνικό στίχο! Ορίστε ένα δείγμα:


Μάλιστα ο προαναφερόμενος ήχος έχει και ονοματεπώνυμο: Kalama's Quartet. Το συγκεκριμένο συγκρότημα από την μακρινή Χαβάη, είχε επηρεάσει τα Άσπρα Πουλιά όπου προσπαθούσαν μέσω της ακρόασης του να εμπνευστούν για κάτι δικό τους. Ορίστε και ένα δείγμα από τους Kalama's Quartet το 1927:

Μέχρι εδώ όλα καλά. Η συνέχεια της εξιστόρησης έχει και Ρεμπέτικο. Η αμερικάνικη εταιρεία δίσκων γραμμοφώνου Victor Records το 1931 αναθέτει στον μουσικό ελαφράς μουσικής Τέτο Δημητριάδη να κάνει μια σειρά ηχογραφήσεων με Έλληνες καλλιτέχνες. Τα Άσπρα Πουλιά ηχογραφούν κάποια τραγούδια ελαφράς μουσικής με τραγουδιστή τον Τέτο Δημητριάδη και ο Κώστας Μπέζος συνθέτει και ηχογραφεί, με το ψευδώνυμο Α. Κωστής, 12 ρεμπέτικα τραγούδια. Από το ύφος των τραγουδιών φαίνεται πως ο Μπέζος είχε επαφές με κόσμο που σύνθετε, έπαιζε και άκουγε τα λεγόμενα ρεμπέτικα. Οι συνθέσεις του 25 χρονου τότε, Μπέζου φαίνεται να είναι βγαλμένες μέσα από τα σπλάχνα του κόσμου του ρεμπέτικου. Ο ίδιος δανείζεται στοιχεία από πολλά τραγούδια (μουρμούρικα, αδέσποτα και συνθετών του ρεμπέτικου) που ακούγονταν από εδώ και εκεί και συνθέτει εξαιρετικής ποιότητας ρεμπέτικα. Η ταυτοποίηση του Μπέζου με το ψευδώνυμο Α. Κωστής έγινε απο τον ερευνητή Παναγιώτη Κουνάδη όπου στις καρτέλες τις εταιρείας δίπλα από το ψευδώνυμο αναφέρεται και το πραγματικό όνομα του καλλιτέχνη.
Οι μουσικές γνώσεις και η ποιότητα του Μπέζου αλλά και οι επιρροές του από το ελαφρό τραγούδι- που είναι η κύρια μουσική που παίζει και συνθέτει- δεν γίνεται να μην αφήσουν το αποτύπωμα τους στα ρεμπέτικα του κομμάτια (μουσικά και στιχουργικά). Κάποιοι στίχοι, λέξεις και μουσικά γυρίσματα, που σε ανώνυμα ρεμπέτικα κομμάτια δεν ήταν δυνατόν να υπήρχαν, είναι ουσιαστικά η μουσική υπογραφή του Μπέζου.









Εκτός από πολύπλευρος μουσικός, ο Μπέζος ήταν και πολύπλευρος άνθρωπος. Δούλευε ως δημοσιογράφος και σκιτσογράφος στην εφημερίδα Πρωία, είχε σπουδές στην Καλών Τεχνών που τις άφησε, ηθοποιός και επίσης μέλος της Μάντρας του Αττίκ και συνεργάτης του. Επίσης είχε συνεργαστεί και με την Δανάη Στρατηγοπούλου, όπου η ίδια στην αυτοβιογραφία της τον βρίσκει...σέξυ.

 Ο Α. Κωστής των ρεμπέτικων τραγουδιών δεν ήταν περιθωριακός, ήταν πραγματικά μια μεσοαστική φυσιογνωμία. Το ψευδώνυμο ίσως να το χρησιμοποίησε για να περάσει απαρατήρητος, ανάμεσα σε κόσμο του κύκλου του που δεν συμπαθούσε το ρεμπέτικο. Τις αντιδράσεις των ρεμπετών για αυτά τα τραγούδια δυστυχώς δεν τις γνωρίζουμε.Ο θάνατος του Κώστα Μπέζου προήλθε από φυματίωση το 1943. Πέθανε 37 χρονών. Υπάρχει ένας χαιρετισμός, ένα χρονογράφημα του Βάρναλη που μιλάει για τον Μπέζο και δημοσιεύτηκε στην Πρωία το Σάββατο 16 Ιανουαρίου 1943:

Κώστας Μπέζος

Μιαν εξαιρετική φυσιογνωμία έχασε ο καλλιτεχνικός κόσμος της Αθήνας κ’ έναν πολύτιμο συνεργάτη η «Πρωία», τον Κώστα Μπέζο. Νέος ακόμα νικήθηκε από την ύπουλη αρρώστεια, που τον έφθειρε χρόνια και τώρα τελευταία τον έρριξε χάμου, για να μη σηκωθεί πια.


Ο Μπέζος ήτανε πολύπλευρη καλλιτεχνική φύση. Σκιτσογράφος, ποιητής, συνθέτης, κιθαριστής, τραγουδιστής, ηθοποιός, επιθεωρησεογράφος, πεζογράφος. Και σ’ όλ’ αυτά είχε λεπτό γούστο και πνεύμα και στα περισσότερα αναγνωρισμένο τάλαντο. Αλλά κυρίως ήταν ένας από τους πιο γνήσιους τύπους της μποέμικης ζωής. Ξενύχτης αδιόρθωτος, γλεντζές, καλόκαρδος –ένα μεγάλο παιδί, που δεν ήξερε τι θα πει «αύριο». Κι ήταν αγαπητός απ’ όλους και περιζήτητος στις παρέες. Και για το πλήθος των ταλάντων του και για την ευθυμία του και για τα γουστόζικα ανέκδοτά του, που ήξερε να τα διηγιέται με μοναδικό μπρίο. 

Ως γελοιογράφος των εφημερίδων δεν είχε το ταίρι του. Το χιούμορ του ήτανε πάρα πολύ φίνο κι η γραμμή του σίγουρη. Χαριτωμένος και πνευματώδης κι ανεξάντλητος. Κι όμως πόσο βαριότανε τη δουλειά! Όταν ερχότανε τα βράδια στα γραφεία της «Πρωίας» για να φκιάσει το καθημερινό του σκίτσο, ήτανε άθυμος σα να τον είχανε καταδικάσει σε καταναγκαστικά έργα.

– Τι να φκιάσω; έλεγε, το κεφάλι μου είναι άδειο.

– Κάτσε και πάρε χαρτί και πένα. Κάτι θα βγει.

Και πραγματικά, σε λίγη ώρα το σκίτσο ήτανε έτοιμο, φρέσκο και σπαρταριστό κι απορούσες πούθε βγήκε όλο αυτό το κέφι. Κ’ έπειτα, άμα έπαιρνε την «αντιμισθία», έτρεχε να την χαλάσει. Λες και τα λεφτά τού καίγανε τις φούχτες.

Είχε μια καταπληκτική ευκολία να εφευρίσκει κωμικές σκηνές και να γράφει σατιρικούς στίχους. Αλλά σχεδόν ποτέ του δεν είχε την υπομονή να τελειώσει ένα έργο. Αφού το έφκιανε όλο μες στο κεφάλι του και προχωρούσε αρκετά στην πραγματοποίηση, ξαφνικά τα παρατούσε όλα. Τον έπαιρνε το ρέμα της μποεμικής ανεμελιάς –ναυάγιο της νύχτας και της ημέρας.

Ως κιθαριστής ήτανε μαέστρος κι ως τραγουδιστής περίφημος για τη λεπτή του τέχνη και το αληθινό αίσθημα. Πόσες φορές πηγαίναμε να τον βρούμε σε διάφορα κέντρα, όπου καταντούσε να διασκεδάζει το κοινό. Κάπου – κάπου τα μάζευε κι έφευγε με μερικούς άλλους συντρόφους για καλλιτεχνική περιοδεία στην Αίγυπτο και στην Πόλη. Ξαναγύριζε μετά καιρό στα παλιά του λημέρια και στις παλιές του συνήθειες με κέφι και παράδες. Και σε λίγο έτρωγε τους κόπους του και ξαναγινότανε σκιτσογράφος. Αυτήν τη δουλειά τη θεωρούσε ρουτινιέρικη. Κι αν μπορούσε, θα πλήρωνε όσα είχε για να την αποφύγει!

Αυτή η μποέμικη αταξία της ζωής του τον έφαγε. Διαρκώς αδυνάτιζε. Έβηχε. Και πριν από ένα χρόνο και πλέον τόνε δέχτηκε η «Σωτηρία». Οι φίλοι, που τον αγαπούσαν, κι οι γνωστοί, που τον εχτιμούσαν, λυπηθήκανε πολύ. Γιατί η κατάστασή του δε σήκωνε διόρθωση. Έφυγε κι από κει , γιατί η μοίρα του το είχε να μη ριζώνει πουθενά. Πήγε στην Αγία Παρασκευή. Εκεί σ’ ένα δωμάτιο ακατάστατο και υγρό έρεβε τελειωτικά και καμιά βοήθεια δεν μπορούσε πια να τον σώσει. Ο γιατρός τελευταία, αφού απελπίστηκε, του κατάργησε κάθε δίαιτα και του επέτρεψε να τρώγει ό,τι ήθελε. Γιατί να τον βασανίζει άδικα;

– Γιατρέ, του είπε μπροστά σε κάτι φίλους, που πήγανε να τον ιδούνε, σου χρωστώ μεγάλη χάρη για όσα μου έκανες. Αλλά σε παρακαλώ να μη μου αρνηθείς μια τελευταία χάρη.

– Ποιαν;

– Δώσε μου ένα φάρμακο να πεθάνω απόψε. Γιατί να βασανίζομαι άδικα;

– Δεν ντρέπεσαι; του απάντησε ο γιατρός. Θα γίνης καλά την άνοιξη.

Και πραγματικά μέσα σε μια βδομάδα έγινε απολύτως καλά. Πέθανε.

Μια ζωή, ένα παραμύθι, ένας τάφος. Τι άδικα που χάθηκε μια εξαιρετική καλλιτεχνική ψυχή, ένας θαυμάσιος άνθρωπος – ο τελευταίος της γενεάς των βοημών!

Κ. ΒΑΡΝΑΛΗΣ



υγ: Κάποια από τα σκίτσα του:

05/08/1938 Πρωία


08/02/1941 Πρωία

14/04/1938 Πρωία

20/08/1938 Πρωία



Περισσότερα για τον Α. Κωστή ή Κώστα Μπέζο:

Τα σκίτσα και το χρονογράφημα του Βάρναλη είναι από:



Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

Η Βίκυ....και οι νέοι δρόμοι της ανάπτυξης


Στην παλαιά εθνική Καλαμάτας- Τρίπολης υπάρχουν εγκαταλελειμμένα μαγαζιά που κάποτε εξυπηρετούσαν τα διερχόμενα αυτοκίνητα. Χώροι ξεδοντιασμένοι, μάρτυρες μιας άλλης εποχής όχι τόσο μακρινής, σημεία αναφοράς για τα γύρω χωριά που πολλές φορές χρησίμευαν ως τόπος συνάθροισης για τους κατοίκους. Ταβερνεία, παντοπωλεία, mini market, ψιλικατζίδικα, μπαρ και πέριξ του δρόμου αυτοσχέδιες καλύβες που πουλούσαν αγροτικά προϊόντα. Εποχές όπου το ταξίδι προϋπόθετε μια στάση σε αυτούς τους χώρους, κρατώντας ένα σημείο αναφοράς για τα μελλοντικά ταξίδια και μια επαφή με τους ανθρώπους που τους διαχειρίζονταν. Σήμερα στους γρήγορους αυτοκινητόδρομους η στάση γίνεται σε απρόσωπα κονσερβοποιημένα μαγαζιά αλυσίδες και σε χημικές τουαλέτες. Η συνήθης επικοινωνία μεταξύ υπαλλήλων και πελάτη περιορίζεται στην ερώτηση για το είδος καφέ (brazilian ή arabica;).

Σε ένα χωριό λοιπόν, όπου κάποτε περνούσε ο δρόμος, μέχρι να φτιαχτεί ο γρήγορος αυτοκινητόδρομος, υπήρχε και ένα συμπαθές "πολυμορφικό" μαγαζί, που άλλαζε χαρακτήρα ανάλογα με την ώρα της ημέρας. Εκεί δούλευε η Βίκυ, μια ελληνοκαναδή κοπέλα που για άγνωστο λόγο η ζωή την έφερε σε αυτό το χωριό. Η Βίκυ εξυπηρετούσε τους ντόπιους θαμώνες, τους διερχόμενους φορτηγατζήδες και τους ταξιδιώτες που έκαναν στάση για φαγητό, καφέ, ποτό και κατούρημα. Το ίδιο το μαγαζί τη νύχτα μεταμορφωνόταν σε μπαρ με χαμηλό φωτισμό. Οι ξαναμένοι ντόπιοι, φορτηγατζήδες και ταξιδιώτες έβρισκαν θαλπωρή στο μαγαζί που δούλευε η Βίκυ. Λίγα μέτρα από την πίσω αυλή του μαγαζιού υπήρχε ένα μικρό σπιτάκι, όπου οι μυημένοι έβρισκαν επί πληρωμή θαλπωρή στην αγκαλιά των κοπελιών που δούλευαν εκεί. Δεν γνωρίζω εάν η Βίκυ έκανε ή την ανάγκαζαν να κάνει αυτή την δουλειά.

Μεθυσμένα φλερτ, συνήθως άγαρμπα μεταξύ σουβλακιών, ποτών, μακαρονάδων και λαϊκόποπ μουσικής. Αλισβερίσι άλλων εποχών, άλλων ταχυτήτων.  Κάπου τον Αύγουστο του 2007, η Βίκυ εμφανίσθηκε με ένα βουλωμένο μελανιασμένο μάτι. Οι μπάτσοι της περιοχής την είχαν κατηγορήσει για κάποιες φωτιές. Ήταν ο Αύγουστος όπου όλη η Πελοπόννησος είχε πάρει φωτιά. Η Βίκυ προσήχθη στο τμήμα και εκεί ξυλοκοπήθηκε από τους μπάτσους. Βέβαια η Βίκυ καμία σχέση με αυτές τις φωτιές δεν είχε. Η ίδια άναβε φωτιές, αλλά στο μαγαζί που δούλευε. Γι' αυτό και ξυλοκοπήθηκε από τους μπάτσους, για τις φωτιές που τους άναψε και για τα θελήματα που δεν τους έκανε. Έτσι με τον τρόπο αυτό οι μπάτσοι ισορρόπησαν την σεξουαλική τους ανωμαλία, στο σώμα της Βίκης. Μετά από αυτό η Βίκυ ήθελε να εξαφανισθεί από το χωριό.

Τα χρόνια πέρασαν και η περιοχή εκσυγχρονίστηκε, η ανάπτυξη ακούμπησε το χωριό και το μπαρ- σουβλατζίδικο- εστιατόριο. Η κατασκευή του μεγάλου αυτοκινητόδρομου γιορτάστηκε από όλους με χαρά, μα το χωριό μαράζωσε. Οι οδηγοί έγιναν γρήγοροι, οι φορτηγατζήδες πρέπει γρήγορα να παραδώσουν το εμπόρευμα και το μπαρ ξεχάστηκε, μαζί με το χωριό. Με τον καιρό η Βίκυ έψαξε να βρει αλλού να ζήσει, το μπαρ έκλεισε και το σπιτάκι νοικιάστηκε.

Ανάπτυξη, ταχύτητα, εκσυγχρονισμός. Όλοι πλέον οφείλουμε να κινούμαστε γρήγορα. Οτιδήποτε αργό θεωρείται απαρχαιωμένο, χωρίς καμία δυνατότητα εξέλιξης, έξω από αυτή την εποχή, μη ανταγωνιστικό και μη εμπορεύσιμο. Οποιοσδήποτε που για κάποιο λόγο κινείται αργά, δεν αναπτύσσεται και δεν εκσυγχρονίζεται.

 Γρήγορο ίντερνετ, γρήγορο ανέβασμα (upload), γρήγορο κατέβασμα  (download), γρήγοροι δρόμοι. Να φτάσεις γρήγορα στην δουλειά και να δουλεύεις γρήγορα, να πιεις καφέδες, ισοτονικά και βιταμίνες ώστε να κινείσαι γρήγορα και να σκέφτεσαι γρήγορα, γιατί ο χρόνος είναι χρήμα, γρήγορος χρόνος πολύ χρήμα, μα μην γελιέσαι, αυτό το τελευταίο - για τα χρήματα- ισχύει για άλλους όχι για σένα, εσύ το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να κινείσαι γρήγορα. Εσύ θα ζεις γρήγορα αλλά το χρήμα δεν θα φτάνει ποτέ σε σένα, δεν θα είναι ποτέ ανάλογο του τρεξίματος σου. Και έτσι θα συνεχίσεις να το επιθυμείς και θα οφείλεις την ευτυχία που δεν έρχεται σ' αυτό.

Μην γελιόμαστε, εμείς θα συνεχίσουμε να ζούμε με τις αντιφάσεις μας. Θα κινούμαστε γρήγορα, θα συνεχίσουμε να απολαμβάνουμε γρήγορο ίντερνετ και γρήγορους δρόμους, θα είμαστε αποδοτικοί και γρήγοροι για τα αφεντικά, θα νομίζουμε ότι απολαμβάνουμε τους κόπους μας, μα η ζωή μας θα παραμένει αργή, σχεδόν στάσιμη, χωρίς κανένα περιθώριο ανάπτυξης με θολό ορίζοντα. Θα κυλάει μέρα με την μέρα, ο προγραμματισμός θα γίνεται μέρα με την μέρα, αλλά θα συνεχίζουμε να χαιρόμαστε ότι μπορούμε να σερφάρουμε διαδικτυακά γρήγορα, να ταξιδεύουμε γρήγορα, να είμαστε αποδοτικοί και γρήγοροι στις δουλειές μας, να νιώθουμε την ανάπτυξη, να χαιρόμαστε με νέα πολεοδομικά έργα, με νέους δρόμους, και να επιθυμούμε τα χρήματα που μας αξίζουν και δεν μας έρχονται, τα χρήματα που θα μας δώσουν την ευτυχία. Ζούμε γρήγορα, αλλά οι ζωές μας είναι στάσιμες και όλο αυτό επειδή ζούμε γρήγορα, σαν το σκύλο που κυνηγάει την ουρά του, αέναη μη κίνηση.

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2017

Αγαπημένη μου Πρωταγωνίστρια (μέρος 8)

Αγαπημένη μου Πρωταγωνίστρια

Ο χειμώνας δεν μου αφήνει και πολλά περιθώρια. Οι κουρτίνες έχουν σκεπάσει ερμητικά τα παράθυρα των ανθρώπων και έτσι, όσο και να ψάχνω δεν μπορώ ακόμα να σε βρω.Μου μείναν οι σκέψεις και  η φαντασία. Κλείνω τα μάτια και αυτά μου ψιθυρίζουν πως τους έλειψες. Πάει καιρός που εγκατέλειψες εκείνο το μικρό διαμέρισμα και τώρα πια κάποιος άλλος μένει εκεί, χωρίς ενδιαφέρον.
Τα μάτια μου όμως γυρνούν εκεί, σε έναν παλιότερο χειμώνα, έχουν αποθηκεύσει την εικόνα από τα γυμνά  καλοσχηματισμένα πέλματα σου καθώς πατάνε γυμνά και προκλητικά, στο δάπεδο του σπιτιού σου. Τόσο ήταν η αίσθηση του ζεστού σου πέλματος, που φανταζόμουν το αποτύπωμα της πατούσας σου να έμενε για ένα δευτερόλεπτο στο κρύο δάπεδο.
 Πρώτα η φτέρνα και μετά ακολουθεί όλο το πέλμα και τελευταία τα δάχτυλα. Κυματισμός που με υπνωτίζει ηδονικά και που με κάνει να σε θέλω περισσότερο.
Να θέλω να περάσω με το δάχτυλό μου την καμάρα του πέλματος σου. Να ακολουθήσω την πορεία της καμπύλης σου.
Να νιώσω πόσο απαλό είναι εκείνο το σημείο και οι ζάρες του δέρματός σου να με οδηγήσουν στην μέθη.
Και μέσα στην λάγνα λαιμαργία μου να μην μείνω εκεί, αλλά να θελήσω να σε δοκιμάσω. Να νιώσω την γεύση σου και τις απαλές συχνότητες από το σώμα σου που περνάνε απαρατήρητες.
Σκέφτομαι την γλώσσα μου να βρέχει την καμπύλη του πέλματος σου, αργά αργά, και να συνεχίσει στα δάχτυλα σου, ακολουθώντας τον σχηματισμό τους από τα νύχια ως το σημείο που αρχίζει το άλλο δάχτυλο.
Σου γράφω λοιπόν για να σου πω πως και εγώ εγκατέλειψα το απέναντι διαμέρισμα, το παρατηρητήριο μου πλέον βλέπει δέντρα και ουρανό και στο βάθος κάποια διαμερίσματα που ίσως να κρύβεσαι σε ένα από αυτά. Αλλά είναι πολύ μακριά για να σε εντοπίσω.
Παρόλα αυτά θα συνεχίσω να σου γράφω, γιατί σε βλέπω στην καθημερινότητα σου, όταν περπατάς, όταν κάθεσαι όταν είσαι αγχωμένη ή χαλαρή, όταν νιώθεις όμορφη ή άσχημη. Θα συνεχίσω να σου γράφω γιατί μ' αρέσει να σε παρατηρώ.

Καλή Χρονιά σε όλες τις Αγαπημένες Πρωταγωνίστριες και σε αυτούς που ταλαιπωρούν.

Προηγούμενες Αγαπημένες Πρωταγωνιστριες