Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

Υπερασπίζομαι την Αναρχία


"Μη με σταματάς. Ονειρεύομαι.
Ζήσαμε σκυμμένοι αιώνες αδικίας.
Αιώνες μοναξιάς.
Τώρα μη. Μη με σταματάς.
Τώρα κι εδώ για πάντα και παντού.
Ονειρεύομαι ελευθερία.
Μέσα απ' του καθένα
την πανέμορφη ιδιαιτερότητα
ν' αποκαταστήσουμε
του Σύμπαντος την Αρμονία.
Ας παίξουμε. Η γνώση είναι χαρά.
Δεν είναι επιστράτευση απ' τα σχολεία
Ονειρεύομαι γιατί αγαπώ.
Μεγάλα όνειρα στον ουρανό.
Εργάτες με δικά τους εργοστάσια
συμβάλουν στην παγκόσμια σοκολατοποιία.
Ονειρεύομαι γιατί ΞΕΡΩ και ΜΠΟΡΩ.
Οι τράπεζες γεννάνε τους «ληστές».
Οι φυλακές τους «τρομοκράτες»
Η μοναξιά τους «απροσάρμοστους».
Το προϊόν την «ανάγκη»
Τα σύνορα τους στρατούς
Όλα η ιδιοχτησία.
Βία γεννάει η Βία.
Μη ρωτάς. Μη με σταματάς.
Είναι τώρα ν' αποκαταστήσουμε
του ηθικού δικαίου την υπέρτατη πράξη.
Να κάνουμε ποίημα τη Ζωή.
Και τη Ζωή πράξη.
Είναι ένα όνειρο που μπορώ μπορώ μπορώ
Σ' ΑΓΑΠΩ
και δεν με σταματάς δεν ονειρεύομαι. Ζω.
Απλώνω τα χέρια
στον Ερωτά στην αλληλεγγύη
στην Ελευθερία.
Όσες φορές χρειαστεί κι απ' την αρχή.
Υπερασπίζομαι την ΑΝΑΡΧΙΑ. "

Κατερίνα Γώγου


Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Εν μεγάλη ελληνική αποικία 200 π.Χ. *



Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’ ευχήν στην Aποικία
δεν μέν’ η ελαχίστη αμφιβολία,
και μ’ όλο που οπωσούν τραβούμ’ εμπρός,
ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός
να φέρουμε Πολιτικό Aναμορφωτή.
Όμως το πρόσκομμα κ’ η δυσκολία
είναι που κάμνουνε μια ιστορία
μεγάλη κάθε πράγμα οι Aναμορφωταί
αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ
δεν τους χρειάζονταν κανείς.) Για κάθε τι,
για το παραμικρό ρωτούνε κ’ εξετάζουν,
κ’ ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,
με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής.
Έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες.
Παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη·
η κατοχή σας είν’ επισφαλής:
η τέτοιες κτήσεις ακριβώς βλάπτουν τες Aποικίες.
Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή,
κι από την άλληνα την συναφή,
κι από την τρίτη τούτην: ως συνέπεια φυσική·
είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τί να γίνει;
σας δημιουργούν μια επιβλαβή ευθύνη.
Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,
βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε·
πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.
Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,
κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,
απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,
να δούμε τι απομένει πια, μετά
τόση δεινότητα χειρουργική.—
Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
Να μη βιαζόμεθα· είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.
Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Aποικία.
Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;
Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός.

* Από την έκδοση:  Κ.Π. Καβάφης, Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2013

H ΑΝΤΙ-ΕΞΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙΟΥ



Ο άνθρωπος διαθέτοντας έμφυτα τα χαρακτηριστικά στοιχεία της κοινωνικότητας και του παιχνιδιού επιθυμεί την συναναστροφή με άλλους ανθρώπους και την συν-δημιουργική ενασχόληση (ζωγραφική, γλυπτική, μύθοι). Παράλληλα αναπτύσσει διάφορες γιορτές που άλλοτε αποτελούν δοξασίες σε κάποια θεότητα, όπως αυτή ορίζεται από την κοινότητα ή είναι άμεσα συνδεδεμένες με τη φύση ή και τα δυο μαζί.

Στις πρώτες κοινωνίες, όπως διαπιστώνουμε και σήμερα από διάφορες ανθρωπολογικές και εθνολογικές μελέτες, είναι αυτές οι ενασχολήσεις που παίζουν κεντρικό και κυρίαρχο ρόλο στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Παντού, σε ολόκληρο τον κόσμο, σε όλες τις κοινωνίες σαρκάζεται μέσω του γέλιου η εξουσία σε κάθε της μορφή (κρατική, θρησκευτική, οικογενειακή) μέσω διαφόρων γιορτών που αφετηριακά είχαν άλλες αφορμές (π.χ. αρχή άνοιξης) αλλά οι συμμετέχοντας έβρισκαν την ευκαιρία να κοροϊδεύουν καθετί εξουσιαστικό.

Κεντρική ιδέα σε πλήθος εορταστικών εκφάνσεων, ήταν η αναστολή των καθημερινών απαγορεύσεων, η ταύτιση με τη φύση και τα φυσικά φαινόμενα, η φαλλοφορία και βωμολοχία, η αντιμετάθεση κοινωνικών ρόλων. Βέβαια το μασκάρεμα κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλες αυτές τις εκδηλώσεις. Από την αρχαιότητα στον ελλαδικό χώρο συναντάμε πλήθος εορτών που τηρουμένων των αναλογιών παρουσιάζουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Τα Διονύσια, Ανθεστήρια, Λήναια, Κρόνια, γιορτές του Ερμή στη Κρήτη είναι οι πιο γνωστές από τις πάμπολλες που υπήρχαν και σε πολλές άλλες περιοχές (Σκύρος, Τίρναβος, Νάουσα) με έκδηλο το “διονυσιακό” στοιχείο. Επίσης λαϊκές γιορτές παρατηρούμε και στη ρωμαϊκή εποχή με τα Βακχάλια, στο Βυζάντιο με τις Καλένδες, τις γιορτές του χειμώνα στη Κίνα και της άνοιξης στην Ινδία.

Οι πάμπολλες ομοιότητες που υπάρχουν μεταξύ εορτών φανερώνουν μια βαθιά και εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου να γελοιοποιήσει και να σαρκάσει οτιδήποτε τον περιορίζει και τον καταπιέζει και στέκεται εμπόδιο στην απόλαυση της ζωής, όπως για παράδειγμα o έρωτας. Φυσικά και αυτές οι περιοδικές στιγμές ελευθερίας που αναπτύσσουν οι άνθρωποι, μπήκαν στο στόχαστρο της εξουσίας είτε πολιτικής είτε θρησκευτικής, με σκοπό να αλλοιώσουν και να τερματίσουν αυτές τις κοινωνικές εκδηλώσεις. Άλλωστε η εκκλησία δεν αποδέχεται τις διονυσιακές γιορτές και τις απορρίπτει ως ειδωλολατρικές (έρχονται πολύ προγενέστερα από τον χριστιανισμό) και σατανικές που αμαρτάνουν και κολάζουν τους ανθρώπους.

Θυμόμαστε, τη μηνυτήρια αναφορά που έκανε ένας ψάλτης από το Μεσολόγγι προς την Δόμνα Σαμίου επειδή τραγούδησε σκωπτικά τραγούδια στην κρατική τηλεόραση. Τον οποίο ασφαλώς επιβράβευσε με επιστολή του ο Χριστόδουλος (ναι! Δεν στέλνει μόνο συστατικές επιστολές για πρεζέμπορους). Ο Χριστόδουλος, που τάσσεται με φανατισμό υπέρ της παράδοσης και πρεσβεύοντας καθετί ελληνικό, αρνείται πεισματικά να αποδεχθεί τα γηγενή έθιμα των αρχαίων κατοίκων του ελλαδικού χώρου. Είναι εκείνα που δεν εγκρίθηκαν από την εκκλησιαστική εξουσία, που χειραγώγησε τη σκέψη και την επιθυμία φυλακίζοντας το σώμα. Διότι μπορεί να κατάφεραν να γκρέμισαν αρκετούς αρχαίους ναούς (και τις περισσότερες φορές να έχτισαν πάνω σε αυτούς) αλλά δεν μπόρεσαν να χαλιναγωγήσουν τον γέλωτα και την ειρωνεία από τους καταπιεσμένους μέχρι και τις μέρες μας. Σίγουρα η αλλοίωση υπάρχει όχι μόνο στα καθαρά εμπορικά καρναβάλια (Πάτρα, Θήβα, Ξάνθη κλπ), που με την πάροδο των χρόνων έχουν χάσει βασικά πρωταρχικά τους στοιχεία, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις είναι εμφανές ακόμη το διονυσιακό στοιχείο ή η βωμολοχική επίθεση σε κάποιο εξουσιαστικό στοιχείο.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, λοιπόν, συναντάμε στην Αγ. Άννα Ευβοίας τους κατοίκους της, να τραγουδάνε κάθε χρόνο τους παρακάτω στίχους, φανερώνοντας την διαχρονικότητα και επικαιρότητα τους:

Ποιος είδε θηλυκό παπά
Κ’ διάκο γκαστρωμένο,
Ποιος είδε κι ένα γούμενο
Τριού μερού λεχώνα

Το συγκεκριμένο έθιμο είναι γνωστό για την έντονη βωμολοχική του χροιά απέναντι κυρίως στους παπάδες και στις παπαδιές και συχνά οι εκάστοτε αστυνομικοί σταθμάρχες επιχείρησαν με επιμονή και ζήλο να το απαγορεύσουν, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές το συγκεκριμένο βωμολοχικό καρναβάλι έχεις τις ρίζες του στην αρχαιότητα (Αλώα, Θεσμοφόρια) προσαρμόζοντας στη σύγχρονη εποχή τον χλευασμό προς την εκκλησιαστική (παπάδες, παπαδιές) και πολιτική (κυβερνήσεις, κόμματα) εξουσία.

Επίσης την περίοδο του μεσαίωνα παρατηρείται μια καρναβαλική έξαρση όπου το γέλιο είναι καθολικό και εκτός από το χλευασμό εκφράζει και την αισιοδοξία στην οικοδόμηση ενός καινούργιου κόσμου. Το γέλιο είναι αμφίσημο και αμφίπλευρο: καταλύει αλλά ταυτόχρονα οικοδομεί, όλοι γελούν με όλους και με όλα, ακόμα και με τους εαυτούς τους. Με την διαμόρφωση των κρατών και την ανάπτυξη του κλασσικού ορθολογισμού, το σοβαρό ταυτίζεται με το ανώτερο και το κωμικό με το κατώτερο. Έτσι το καρναβάλι προοδευτικά θα εξελιχθεί σε κάτι παρόμοιο με την αντικουλτούρα: μια αντικουλτούρα εθιμικά αναγνωρισμένη αλλά δυνάμει αντιστασιακή. Άλλωστε στα έθιμα του καρναβαλιού περιλαμβάνονταν και πράξεις όπως η πυρπόληση των δημαρχείων και των αστυνομικών τμημάτων, το κάψιμο τίτλων ιδιοκτησίας, το λιντσάρισμα αρχόντων, φοροεισπρακτόρων και κληρικών.

Η εξουσία αντέδρασε άλλοτε με βίαιο κατασταλτικό τρόπο και άλλοτε με έμμεσο σκοπεύοντας να οριοθετήσει τις λαϊκές εκδηλώσεις σε ευπρεπή πλαίσια. Εν πολλοίς τα κατάφερε προσδίδοντας -σε αρκετές- εμπορευματοποιημένο και ιλουστρασιόν χαρακτήρα υπό την κηδεμονία των δήμων καταλύοντας το αυθόρμητο.

Για ποιο λόγο, τελικά, ο άνθρωπος ανέπτυξε τον καρναβαλικό σαρκασμό; Μήπως έχοντας γελοιοποιήσει τους δυνάστες του, νιώθει ότι ισχυροποιείται απέναντι στην εξουσία; Το σίγουρο πάντως είναι ότι κατορθώνει να υπερβεί το υποκείμενό του και να συσφίξει τους κοινοτικούς δεσμούς, τη συλλογικότητα και την αλληλεγγύη.

Αναρχικός πυρήνας Χαλκίδας

Πηγές:
1) Σημαντικά στοιχεία αντλήθηκαν από την εφημερίδα. Άλφα, φ. 41 και 42, Καρναβάλι: η γιορτή του γέλιου και της εξέγερσης.
2) Εύβοια, λαϊκός πολιτισμός, Δημ. Σέττα, εκδ. Σπανός, 1976, Αθήνα
Δημοσιεύτηκε στη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.37, Μάρτιος 2005

 Πηγή: http://anarchypress.wordpress.com/2011/03/04/h-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9-%CE%B5%CE%BE%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B9%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B7-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%BD%CE%B1/

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

Ρεμπέτες και ρεμπέτικο τραγούδι



Ρεμπέτικο ορίζεται το λαϊκό τραγούδι των πόλεων από τα τέλη του 19ου μέχρι τα μέσα του 20ου. Τα κύρια μεγάλα αστικά κέντρα όπου έλαβε χώρα ήταν ο Πειραιάς, η Αθήνα, η Ερμούπολη της Σύρου, το Ηράκλειο της Κρήτης, η Θεσσαλονίκη,  η Σμύρνη και η Κων/πολη. Θεωρείται ότι γεννήθηκε στις φυλακές και στις περιθωριοποιημένες περιοχές των πόλεων. Δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια την αρχή του ιστορικού του νήματος. Ίσως εάν κανείς να μπορούσε να ταξιδέψει στο χρόνο να συναντούσε τα πρώτα του βήματα κάπου εκεί στα μέσα του 19ου αιώνα στα μεγάλα αστικά κέντρα του τότε ελλαδικού χώρου. Ίσως να άκουγε τις ιστορίες ανθρώπων της υπαίθρου που ξαφνικά βρέθηκαν στην πόλη ακολουθώντας τα κελεύσματα των αστικών επαγγελμάτων που θα οδηγούσαν σε ένα υποτιθέμενο γρήγορο κέρδος. Εκεί θα έβλεπε πολλούς από αυτούς να ενσωματώνονται στον αστικό ιστό και να δουλεύουν στα μεγάλα έργα της εποχής (Ισθμός, σιδηροδρομικό δίκτυο, λιμάνια, οδικό δίκτυο κ.α) και άλλους μη μπορώντας να ενσωματωθούν να βιοπορίζονται κυρίως από παράνομες δραστηριότητες και να ακολουθούν ένα ιδιόμορφο κοινωνικό σύστημα που δεν έχει σχέση με τους επίσημους κοινωνικούς θεσμούς. Κάπου εκεί ίσως να δημιουργήθηκαν και τα πρώτα στιχάκια που αφορούσαν την δύσκολη ζωή αυτών των ανθρώπων, τον έρωτα, τους καυγάδες, τα ναρκωτικά, τη φυλακή, κ.α, περιπλανώμενοι στίχοι που σιγά σιγά αποκτούσαν και μελωδική υπόσταση.
Μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα το ρεμπέτικο περιπλανιόταν αδέσποτο μεταξύ δρόμου, τεκέ και καφέ αμάν. Ακόμα και το όνομά του δεν είχε καθοριστεί, κάποιοι το έλεγαν μάγκικο, κάποιοι άλλοι κουτσαβάκικο ή μουρμούρικο και κάποιοι άλλοι σερέτικο κ.α. Οι πρώτες σποραδικές ηχογραφήσεις ρεμπέτικων τραγουδιών γίνονται στα τέλη του 19ου  στην Αμερική, στη Σμύρνη, στην Κων/πολη και στην Αλεξάνδρεια. Η σύνθεση της ορχήστρας στα πρώτα ηχογραφημένα ρεμπέτικα περιλαμβάνει συνήθως, βιολί, κιθάρα, σαντούρι, ούτι και διάφορα κρουστά. Το μπουζούκι μπαίνει δειλά στην δισκογραφία το 1926 από μετανάστες της Αμερικής και με ελάχιστες ηχογραφήσεις. Με την μαζική είσοδο του ρεμπέτικου στην δισκογραφία από το 1922 και μετά χάνει τον αδέσποτο χαρακτήρα του. Το τραγούδι πλέον αποκτάει συνθέτες και υπογράφετε από αυτούς. Πολλοί καλλιτέχνες χρησιμοποιούν αδέσποτες μελωδίες που κυκλοφορούν σε τεκέδες και φυλακές και τις υπογράφουν σαν επώνυμες δημιουργίες.
Το 1922 είναι σημείο σταθμός για το ρεμπέτικο τραγούδι. Ο πόλεμος του τουρκικού με του ελληνικού κράτους είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της Σμύρνης από τον τουρκικό στρατό και τον διωγμό χιλιάδων ανθρώπων από τις εστίες τους. Οι περισσότεροι πρόσφυγες που θα καταφύγουν στον ελλαδικό χώρο στοιβάζονται στα ήδη δημιουργημένα γκέτο των πόλεων και έρχονται σε επαφή με τους κατοίκους αυτών των περιοχών ανταλλάσοντας στοιχεία της κουλτούρας τους. Οι Σμυρνιοί μουσικοί προέρχονται κυρίως από ένα αστικό και εκλεπτυσμένο μουσικό περιβάλλον και θα ενσωματώσουν την κουλτούρα τους στο ρεμπέτικο τραγούδι. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί η λεγόμενη ‘’Σμυρναίικη σχολή’’ που περιλάμβανε τραγούδια με σαντούρι, βιολί και ούτι  δίνοντας ένα ιδιαίτερο ύφος στο ρεμπέτικο τραγούδι. Η συγκεκριμένη σχολή κυριαρχεί στις ηχογραφήσεις τραγουδιών μέχρι και το 1933 όπου εμφανίζεται η ‘’Πειραιώτική σχολή’’ με μπουζούκια, μπαγλαμάδες και κιθάρες. Ο οξύς ήχος του μπουζουκιού σε συνδυασμό με τις τραχιές φωνές θα μεταφέρουν το κλίμα του τεκέ καθώς και της περιθωριοποιημένης γειτονιάς στα σαλόνια πολλών ‘’καλών’’ σπιτιών με ποικίλες αντιδράσεις και πολλά οικονομικά ωφέλει στις δισκογραφικές.
Το ρεμπέτικο έγινε πολλές φορές στόχος, αφού οι αρχές σκανδαλίζονταν με τα ‘’άσεμνα’’ χασικλίδικα και δεν του έβρισκαν κανένα δυτικό στοιχείο σε μια εποχή που το ελληνικό κράτος προσανατολίζονταν δυτικά. Το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς από μουσικά όργανα μετουσιώθηκαν σε ιδιώνυμο αδίκημα που σήμαινε ότι ο κάτοχος αυτών των οργάνων συχνάζει σε τεκέδες καπνίζοντας χασίς και είναι ύποπτος για πολλές ακόμα παράνομες πράξεις. Η δικτατορία του Μεταξά το 1937 λογόκρινε το ρεμπέτικο τραγούδι αλλάζοντας ριζικά την θεματολογία του. Τα χασικλίδικα όπως και τα τραγούδια της φυλακής κόβονται και αντικαθίστανται με άλλα ποιο ‘’ήπιας’’ θεματολογίας. Εκτός από τον πόλεμο της αστυνομίας και του εκάστοτε πολιτικού καθεστώτος το ρεμπέτικο καθώς και οι ρεμπέτες αντιμετώπισαν την εχθρότητα της αριστεράς, η οποία θεωρούσε ότι η θεματολογία του δεν ήταν επαναστατική και δεν αντιπροσώπευε το λαϊκό αίσθημα οδηγώντας έτσι τον ακροατή στην αποχαύνωση. Μάλιστα δεν έλειψαν και οι φορές που ομάδες ανταρτών την περίοδο της κατοχής έκαναν έφοδο σπάζοντας χώρους που έπαιζαν ρεμπέτικα.
Το είδος αρχίζει να φθίνει και να εξαφανίζεται μετά τον εμφύλιο. Σε αυτό το γεγονός μεγάλο ρόλο έπαιξε η κατοχή όπου πολλοί ρεμπέτες πέθαναν από την πείνα και από διάφορες αρρώστιες που μάστιζαν ειδικότερα τις υποβαθμισμένες περιοχές που ζούσαν, αλλά και η αλλαγή στον τρόπο διασκέδασης. Το μπουζούκι μετά τον εμφύλιο μετακομίζει σε ακριβά κοσμικά κέντρα αποκτάει μια επιπλέον χορδή και γίνεται εκλεπτυσμένο όργανο, εγκαταλείποντας το σκληρό μουσικό του ύφος και υιοθετώντας μια ντελικάτη θεματολογία τραγουδιών. Λίγοι είναι οι ρεμπέτες που πιάνουν το νόημα και συμβαδίζουν με την νέα μόδα, οι περισσότεροι μη μπορώντας να αφομοιώσουν τα νέα δεδομένα παραγκωνίζονται και πεθαίνουν πάμφτωχοι.
Αυτή είναι μια σύντομη ιστορία αυτού του ιδιαίτερου μουσικού είδους που ξεπήδησε μέσα από την άγαρμπη μετάβαση της αγροτικής κοινότητας σε αστική κοινωνία. Πολλοί πιστεύουν ότι το ρεμπέτικο σταμάτησε όταν οι δισκογραφικές εταιρίες κατάλαβαν την ιδιαιτερότητα του καθώς και τον πλούτο που θα μπορούσε να τους αποφέρει. Το βέβαιο είναι ότι μέχρι τότε ήταν προϊόν έκφρασης ανθρώπων που το σύστημα δεν μπορούσε να τους αφομοιώσει. Ανθρώπων που περίσσευαν για το κράτος αλλά οι ίδιοι είχαν περισσεύματα αισθημάτων, πόθων και ονείρων.